vontade
Εμφάνιση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vontade | vontades |
vontade (pt) θηλυκό
- η θέληση
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- à vontade - όσο θέλεις
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
vontade | vontades |
vontade (pt) θηλυκό