προσεύχομαι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προσεύχομαι < από τη λέξη προσευχή
Ρήμα[επεξεργασία]
προσεύχομαι
- Κάνω την προσευχή μου, απευθύνομαι προς το Θεό για να τον ευχαριστήσω ή/και να τον παρακαλέσω για κάτι.
- Μή τον ενοχλείς, προσεύχεται.