κατ' επέκταση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Έκφραση
[επεξεργασία]κατ' επέκταση
- (λεκτικό σχήμα) πέρα από το αναμενόμενο, το γνωστό ή το συνηθισμένο· επεκτείνοντας και σε πρόσθετους τομείς
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατ' επέκταση
|