κατά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατά[1]
- για λόγιες εκφράσεις < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατά
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /kaˈta/ (στη σημασία: εναντίον)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά
- ΔΦΑ : /kata/ (άτονο, ενωμένο με την επόμενη λέξη)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά
Πρόθεση
[επεξεργασία]- (+ γενική) εναντίον
- ⮡ κατά παντός υπευθύνου
- ⮡ κατά του κράτους
- (+ αιτιατική)
- με χρονική σημασία· γύρω, περίπου
- ⮡ Θα έρθω κατά τις 6 το απόγευμα.
- ⮡ Θα βρεθούμε κατά το μεσημεράκι.
- (ειδικότερα) σε κάποια χρονική στιγμή που διαρκούσε κάτι
- ⮡ κατά την ομιλία του Πρωθυπουργού
- (ειδικότερα), συνήθως ως κατά τη διάρκεια
- ⮡ κατά τη διάρκεια του ταξιδιού
- δηλώνει το πρόσωπο που κρίνει· σύμφωνα με κάποιον
- ⮡ κατά την άποψή μου
- ⮡ κατά τους στωικούς
- με χρονική σημασία· γύρω, περίπου
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- καθ' εκάστην
- καθ' έξιν
- καθ' ολοκληρίαν / καθ' ολοκηρία
- καθ' υπερβολήν
- κατ' ανάγκη
- κατ' ανέμου
- κατ' αρχήν, κατ' αρχάς
- κατ' εξαίρεσιν / κατ' εξαίρεση
- κατ' εξακολούθησιν / κατ' εξακολούθηση
- κατ' αποκοπήν
- κατ' ιδίαν
- κατά βάθος
- κατά γράμμα
- κατά διαόλου
- κατά κει
- κατά κεφαλήν
- κατά κόρον
- κατά κράτος
- κατά λάθος
- κατά λέξη
- κατά μέρος
- κατά μέτωπον / κατά μέτωπο
- κατά πάσα πιθανότητα
- κατά πού
- κατά πρόσωπο
- κατά πώς
- κατά συνθήκην ψεύδη
- κατά τ' άλλα / κατά τα άλλα
- κατά τι
- κατά τύχην
- υπέρ και κατά
Παροιμίες
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη εναντίον
- → δείτε τη λέξη περίπου
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κατά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κατά
Πρόθεση
[επεξεργασία]κατά
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κατὰ καιρόν: πότε πότε, κατά εποχές
- κατὰ λόγον: λέξη προς λέξη
- κατὰ μέρος: λεπτομερειακά, ένα προς ένα
- κατ' ἰδίαν, κατ' ἰδίας: χωριστά, ιδαιτέρως
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κατά - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κατά < → λείπει η ετυμολογία
Πρόθεση
[επεξεργασία]κατά [κᾰτᾰ]
- (+ γενική)
- (+αιτιατική)
- κίνηση προς τα κάτω, ή σε μια έκταση
- κατὰ γῆν καὶ θάλασσαν: σε ξηρά και θάλασσα
- απέναντι
- στη διάρκεια
- καθ' ἡμέραν: καθημερινά
- σύμφωνα με
- κίνηση προς τα κάτω, ή σε μια έκταση
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- καθ' πριν από δασυνόμενο φωνήεν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κατά - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κατά - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Λέξεις χωρίς τόνο στην προφορά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Προθέσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Προθέσεις (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Προθέσεις (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)