μέρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μέρος | τα | μέρη |
γενική | του | μέρους | των | μερών |
αιτιατική | το | μέρος | τα | μέρη |
κλητική | μέρος | μέρη | ||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
μέρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈme.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μέ‐ρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέρος ουδέτερο
- το τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου, κομμάτι από κάτι μεγαλύτερο
- Το ελληνικό βικιλεξικό αποτελεί μέρος ενός πολυεθνικού διαδικτυακού εγχειρήματος για ελεύθερη πρόσβαση στη γνώση.
- ο τόπος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά
- Σ' αυτό το μέρος είναι κρυμμένος ένας θησαυρός.
- (προφορικό) το αποχωρητήριο, το WC
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- παίρνω το μέρος κάποιου: τον υποστηρίζω
- Του εξηγούμε με το νι και με το σίγμα τον καβγά, και περιμένουμε να ενδιαφερθεί και να πάρει το μέρος μας. (Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε)
- εκ μέρους
- εν μέρει
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τμήμα ενός ευρύτερου συνόλου
τόπος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
μερεσ- | |||||
ονομαστική | τὸ | μέρος | τὰ | μέρη & μέρεᾰ | |
γενική | τοῦ | μέρους & μέρεος |
τῶν | μερῶν & μερέων | |
δοτική | τῷ | μέρει & μέρεῐ̈ |
τοῖς | μέρεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὸ | μέρος | τὰ | μέρη & μέρεα | |
κλητική ὦ! | μέρος | μέρη & μέρεα | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μέρει & μέρεε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | μεροῖν & μερέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία όπως «βέλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- μέρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *(s)mer- (μοιράζω, παραχωρώ, αναθέτω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μέρος ουδέτερο
Πηγές[επεξεργασία]
- «μέρος» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «μέρος» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δάσος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βέλος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)