party
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
party | parties |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- party < (κληρονομημένο) μέση αγγλική party / partie < αγγλονορμανδική partie < λατινική partita, μετοχή του partior (διαμοιράζω)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
party (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- party - Cambridge Dictionary online
- party - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)
- party - Oxford Learner's Dictionaries