Μετάβαση στο περιεχόμενο

party

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
party < (κληρονομημένο) μέση αγγλική party / partie < αγγλονορμανδική partie < λατινική partita, μετοχή του partior (διαμοιράζω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
party parties

party (en)

  1. το πάρτι
      a birthday party - πάρτι γενεθλίων
      a farewell party - αποχαιρετιστήριο πάρτι
      a surprise party - πάρτι έκπληξη
      a garden party - πάρτι στον κήπο
      My party was a success/was a flop.
    Το πάρτι μου είχε επιτυχία/ήταν αποτυχία.
  2. (πολιτική) το πολιτικό κόμμα, η παράταξη
      the Labour/Conservative/Socialist Party - το Εργατικό/Συντηρητικό/Σοσιαλιστικό Κόμμα
      the right/left wing of a party - η δεξιά/αριστερά ενός κόμματος
      the rank and file of a party - οι απλοί οπαδοί ενός κόμματος
      the core of the party - ο σκληρός πυρήνας ενός κόμματος
      She put public interest before the party.
    Έβαλε το γενικό συμφέρον πάνω από το κόμμα.
      The opposing party tried to smear the candidate with false accusations.
    Η αντίπαλη παράταξη προσπάθησε να δυσφημήσει τον υποψήφιο με ψευδείς κατηγορίες.
  3. η συντροφιά, μια ομάδα ανθρώπων που κάνουν κάτι μαζί
      He is not in our party.
    Δεν είναι της συντροφιάς μας.
  4. (νομικός όρος) το μέρος, ένα από τα άτομα ή ομάδες ατόμων που εμπλέκονται σε μια νομική συμφωνία ή διαμάχη
      the concerned parties - τα ενδιαφερόμενα μέρη
      the parties to an agreement/a lawsuit - τα μέρη μιας συμφωνίας/δίκης
ενεστώτας party
γ΄ ενικό ενεστώτα parties
αόριστος partied
παθητική μετοχή partied
ενεργητική μετοχή partying

party (en)