κόμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κόμμα | τα | κόμματα |
γενική | του | κόμματος | των | κομμάτων |
αιτιατική | το | κόμμα | τα | κόμματα |
κλητική | κόμμα | κόμματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κόμμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κόμμα (κομμένο κομμάτι) < αρχαία ελληνική κόμμα (σφραγίδα σε νόμισμα)[1] < κόπτω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική parti
- για το σημείο στίξης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κόμμα (μέλος πρότασης), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική virgule < λατινική virgula (κλαδάκι) (υστερολατινικά: τονικό σημάδι)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈko.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κόμ‐μα
- ομόηχο: κώμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόμμα ουδέτερο
- σημείο στίξης το οποίο χωρίζει προτάσεις, όρους προτάσεων, φράσεις κτλ.
- σύμβολο: ,
- (πολιτική) συγκροτημένος πολιτικός οργανισμός που, προβάλλοντας την ιδεολογία και τις θέσεις του, διεκδικεί συμμετοχή στους πολιτικούς θεσμούς ενός κράτους, ή ενός διακρατικού συστήματος (όπως λ.χ. η Ευρωπαϊκή Ένωση), όπου λειτουργούν ιδεολογικά συγγενή εθνικά κόμματα
- (μαθηματικά) η υποδιαστολή
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- κάνω κόμμα (με κάποιον): συνεργάζομαι (με κάποιον), συνήθως εναντίον κάποιου άλλου
- ↪ έκαναν κι οι δυό τους κόμμα εναντίον μου
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σημείο στίξης
|
πολιτική οργάνωση
μαθηματικά
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κόμμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κόμμα ουδέτερο
- το κομμάτι που αποχωρίζεται από ένα σύνολο
- σφραγίδα ή αποτύπωμα νομίσματος
- νόμισμα
- το άχυρο που απομένει όταν αλωνιστεί το σιτάρι
- μωλώπισμα
- (ελληνιστική κοινή) (γραμματική) μικρό μέρος περιόδου του προφορικού ή γραπτού λόγου, κώλο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- κόμμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κόμμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'κύμα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σημεία στίξης (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Γραμματική (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)