κώμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: κῶμα, κόμμα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κώμα τα κώματα
      γενική του κώματος των κωμάτων
    αιτιατική το κώμα τα κώματα
     κλητική κώμα κώματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κώμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κῶμα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈko.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κώ‐μα
ομόηχο: κόμμα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κώμα ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]