αίσθηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αίσθηση οι αισθήσεις
      γενική της αίσθησης* των αισθήσεων
    αιτιατική την αίσθηση τις αισθήσεις
     κλητική αίσθηση αισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αίσθηση < αρχαία ελληνική αἴσθησις < αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈe.sθi.si/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αίσθηση θηλυκό

  1. λειτουργία του οργανισμού με την οποία προσλαμβάνονται τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος (όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση)
  2. ικανότητα αντίληψης και αξιολόγησης
    η αίσθηση του ωραίου, η αίσθηση του μέτρου
  3. εντύπωση, όχι απαραιτήτως θεμελιωμένη
    αυτός ο άνθρωπος μου δίνει την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του
  4. προαίσθημα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]