αίσθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αίσθηση | οι | αισθήσεις |
γενική | της | αίσθησης* | των | αισθήσεων |
αιτιατική | την | αίσθηση | τις | αισθήσεις |
κλητική | αίσθηση | αισθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αισθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
αίσθηση < αρχαία ελληνική αἴσθησις < αἰσθάνομαι < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *h₂ewisd- < *h₂ew- (βλέπω, παρατηρώ)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αίσθηση θηλυκό
- λειτουργία του οργανισμού με την οποία προσλαμβάνονται τα ερεθίσματα του εξωτερικού περιβάλλοντος (όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση)
- ικανότητα αντίληψης και αξιολόγησης
- η αίσθηση του ωραίου, η αίσθηση του μέτρου
- εντύπωση, όχι απαραιτήτως θεμελιωμένη
- αυτός ο άνθρωπος μου δίνει την αίσθηση ότι κάτι δεν πάει καλά μαζί του
- κάνω αίσθηση: εντυπωσιάζω
- προαίσθημα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- αίσθηση του χιούμορ: η ικανότητα του να εκφράζεται ή/και να αντιλαμβάνεται κάποιος το χιούμορ
- έκτη αίσθηση: η διαίσθηση
- χάνω τις αισθήσεις μου: λιποθυμώ
- ξαναβρίσκω τις αισθήσεις μου: συνέρχομαι από λιποθυμία
[επεξεργασία]
- αισθησιακός
- αισθησιασμός
- αισθητικά (αισθητικώς)
- αισθητική
- αισθητικός
- αισθητός/ή
- αισθαντικός
- αισθητήριος
- αίσθημα
- αισθηματικός
- αισθητήριο
- αισθητήρες
Σύνθετα[επεξεργασία]
- αισθησιαρχία
- αισθησιοκρατία
- αναισθησία
- διαίσθηση
- ευαισθησία
- καλαισθησία
- παραίσθηση
- προαίσθηση
- συναίσθηση
- ψευδαίσθηση