αισθητική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αισθητική | οι | αισθητικές |
γενική | της | αισθητικής | των | αισθητικών |
αιτιατική | την | αισθητική | τις | αισθητικές |
κλητική | αισθητική | αισθητικές | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισθητική < θηλυκό του αισθητικός, λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Aesthetik ή από τη γαλλική esthétique < αρχαία ελληνική αἰσθητικός [1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.sθi.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐σθη‐τι‐κή
- ομόηχο: αισθητικοί
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αισθητική θηλυκό
- (φιλοσοφία) ο κλάδος της φιλοσοφίας που μελετά τα ερωτήματα τα σχετικά με τη φύση του ωραίου
- η ιδιαίτερη άποψη για το ωραίο που αποπνέει κάτι
- ↪ η αισθητική του χώρου
- (κοσμετολογία) η ενασχόληση με την ομορφιά και την περιποίηση του σώματος (προσώπου, μαλλιών κλπ)
- ↪ Ινστιτούτο Αισθητικής
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισθητική
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αισθητική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του αισθητικός
[επεξεργασία]
- ↑ αισθητική - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλοσοφία (νέα ελληνικά)
- Κοσμετολογία (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)