αισθητήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αισθητήριος η αισθητήρια το αισθητήριο
      γενική του αισθητήριου της αισθητήριας του αισθητήριου
    αιτιατική τον αισθητήριο την αισθητήρια το αισθητήριο
     κλητική αισθητήριε αισθητήρια αισθητήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αισθητήριοι οι αισθητήριες τα αισθητήρια
      γενική των αισθητήριων των αισθητήριων των αισθητήριων
    αιτιατική τους αισθητήριους τις αισθητήριες τα αισθητήρια
     κλητική αισθητήριοι αισθητήριες αισθητήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αισθητήριος < αρχαία ελληνική αἰσθητήριον (ουδέτερο) + -ος, καταλήξεις επιθέτου

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.sθiˈti.ɾi.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αι‐σθη‐τή‐ρι‐ος

Επίθετο[επεξεργασία]

αισθητήριος

  1. ο σχετικός με τις αισθήσεις
    αισθητήρια όργανα είναι τα μάτια, η μύτη, τα αυτιά, το δέρμα και η γλώσσα
  2. (ουσιαστικοποιημένο) → δείτε τη λέξη αισθητήριο (ουδέτερο)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]