Μετάβαση στο περιεχόμενο

perception

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

perception (en)

  1. η αντίληψη



      ενικός         πληθυντικός  
perception perceptions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

perception (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]