perception
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
perception (en)
- η αντίληψη
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
perception | perceptions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
perception (fr) θηλυκό
- η αντίληψη
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη percevoir