διαίσθηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαίσθηση | οι | διαισθήσεις |
γενική | της | διαίσθησης* | των | διαισθήσεων |
αιτιατική | τη | διαίσθηση | τις | διαισθήσεις |
κλητική | διαίσθηση | διαισθήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαισθήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαίσθηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαίσθησις < αρχαία ελληνική διαισθάνομαι < (διά) δι- + αἰσθάνομαι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ) [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ðiˈe.sθi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐αί‐σθη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαίσθηση θηλυκό
- η αντίληψη και η γνώση κάποιων πραγμάτων, που δεν προκύπτει από τις αισθήσεις ή τη λογική αλλά με απροσδιόριστο τρόπο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις διαισθάνομαι και αισθάνομαι
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαίσθηση
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ διαίσθηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δια- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)