διαίσθηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διαίσθηση οι διαισθήσεις
      γενική της διαίσθησης* των διαισθήσεων
    αιτιατική τη διαίσθηση τις διαισθήσεις
     κλητική διαίσθηση διαισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διαίσθηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διαίσθησις < αρχαία ελληνική διαισθάνομαι < (διά) δι- + αἰσθάνομαι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική ) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ðiˈe.sθi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐αί‐σθη‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διαίσθηση θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]