προαίσθημα
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | προαίσθημα | προαισθήματα |
γενική | προαισθήματος | προαισθημάτων |
αιτιατική | προαίσθημα | προαισθήματα |
κλητική | προαίσθημα | προαισθήματα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- προαίσθημα < προ- + αίσθημα (μεταφραστικό δάνειο από την γαλλική pressentiment)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pɾɔ.ˈɛ.sθi.ma/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
προαίσθημα ουδέτερο
- το αίσθημα που έχεις εκ των προτέρων και επιβεβαιώνεται στην πορεία
Εναλλακτικές μορφές [επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις: προαισθάνομαι και αισθάνομαι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
προαίσθημα