προαίσθημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προαίσθημα (μαρτυρείται από το 1835)[1] < προ- + αίσθημα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pressentiment)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pɾoˈe.sθi.ma/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προαίσθημα ουδέτερο
- το αίσθημα που έχεις εκ των προτέρων και επιβεβαιώνεται στην πορεία
- ※ Το κορίτσι ωστόσο συνεχίζει να αντιστέκεται, να μην ενδίδει στην πολιορκία του. Ίσως να είναι τα ήθη της εποχής που επιβάλλουν συστολή, έστω και για τα μάτια του κόσμου. Ίσως όμως να 'χει κι ένα κακό προαίσθημα: είναι πολύ εύθραυστη, πολύ ευαίσθητη, ψυχανεμίζεται ότι αυτός ο απρόβλεπτος άντρας μπορεί να την πληγώσει ανεπανόρθωτα.
- Λένα Διβάνη, Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας, εκδόσεις: Πατάκη, Αθήνα 2023, 13η έκδοση. ISBN 978-960-16-8603-5, (αρχική έκδοση 2019).
- ※ Το κορίτσι ωστόσο συνεχίζει να αντιστέκεται, να μην ενδίδει στην πολιορκία του. Ίσως να είναι τα ήθη της εποχής που επιβάλλουν συστολή, έστω και για τα μάτια του κόσμου. Ίσως όμως να 'χει κι ένα κακό προαίσθημα: είναι πολύ εύθραυστη, πολύ ευαίσθητη, ψυχανεμίζεται ότι αυτός ο απρόβλεπτος άντρας μπορεί να την πληγώσει ανεπανόρθωτα.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις προαισθάνομαι και αισθάνομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προαίσθημα
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ σελ. 838, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)