συναίσθηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναίσθηση οι συναισθήσεις
      γενική της συναίσθησης* των συναισθήσεων
    αιτιατική τη συναίσθηση τις συναισθήσεις
     κλητική συναίσθηση συναισθήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναισθήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συναίσθηση < συν- + αίσθηση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συναίσθηση θηλυκό

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]