συνείδηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνείδηση | οι | συνειδήσεις |
γενική | της | συνείδησης* | των | συνειδήσεων |
αιτιατική | τη | συνείδηση | τις | συνειδήσεις |
κλητική | συνείδηση | συνειδήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνειδήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνείδηση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνείδησις < συν- (σύν) + εἴδησις < οἶδα
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /siˈni.ði.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐νεί‐δη‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐εί‐δη‐ση
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνείδηση θηλυκό
- η επίγνωση του εαυτού, του περιβάλλοντος, της πραγματικότητας
- ενός ατόμου
- (μεταφορικά) ενός συνόλου ατόμων
- η ιστορική συνείδηση του έθνους
- η κατάσταση του ανθρώπου κατά την οποία έχει τις αισθήσεις του και τις πνευματικές του λειτουργίες ανέπαφες
- η λιποθυμία φέρνει απώλεια συνειδήσεως
- η ηθική αντίληψη, η διάκριση του καλού από το κακό
- έχω καθαρή τη συνείδησή μου
- είναι άνθρωπος με συνείδηση
- αίσθημα καθήκοντος
- επαγγελματική συνείδηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → και δείτε τη λέξη είδηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] η επίγνωση
έχει τις αισθήσεις του και τις πνευματικές του λειτουργίες
ηθική αντίληψη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συν- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)