awareness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
awareness (en)
- (μη μετρήσιμο, ενικός) η συνειδητοποίηση, η γνώση, γνωρίζω κάτι· γνωρίζω ότι κάτι υπάρχει και είναι σημαντικό
- ↪ the awareness of danger/responsibilities - η συνειδητοποίηση του κινδύνου/των ευθυνών