aware

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός aware
συγκριτικός awarer / more aware
υπερθετικός awarest / most aware

Επίθετο

[επεξεργασία]

aware (en)

  • ενήμερος, αντιλαμβάνομαι κάτι, έχω συναίσθηση, έχω επίγνωση
    ⮡  I am not aware of his intentions.
    Δεν είμαι ενήμερος των προθέσεών του.
    ⮡  Are you aware of the danger?/Are you aware that you are risking your life?
    Αντιλαμβάνεστε τον κίνδυνο/ότι διακινδυνεύετε τη ζωή σας;
    ⮡  You aren’t aware of how deeply you hurt me.
    Δεν αντιλαμβάνεσαι/δεν έχεις συναίσθηση πόσο βαθιά με πλήγωσες.
    ⮡  He is not aware of the danger.
    Δεν έχει επίγνωση του κινδύνου.