θετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θετικός < αρχαία ελληνική θετικός < θετός < τίθημι
Επίθετο[επεξεργασία]
θετικός
- (για αριθμούς) μεγαλύτερος από το μηδέν (έχει πρόσημο το +)
- (για επιστήμες) που βασίζεται στην παρατήρηση και το πείραμα και/ή θεμελιώνεται μαθηματικά
- καταφατικός, που αποδέχεται μια πρόταση
- λογικός, που ξέρει τι λέει και τι κάνει και για ποιο λόγο
- είναι θετικός άνθρωπος
- (για αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων) που επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας ασθένειας
- (γραμματική) βαθμός παραθετικών των επιθέτων και επιρρημάτων
- → δείτε και τους όρους συγκριτικός, υπερθετικός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θετικός
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θετικός
- αυτός που είναι κατάλληλος στο να τοποθετηθεί