θετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | θετικός | η | θετική | το | θετικό |
γενική | του | θετικού | της | θετικής | του | θετικού |
αιτιατική | τον | θετικό | τη | θετική | το | θετικό |
κλητική | θετικέ | θετική | θετικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | θετικοί | οι | θετικές | τα | θετικά |
γενική | των | θετικών | των | θετικών | των | θετικών |
αιτιατική | τους | θετικούς | τις | θετικές | τα | θετικά |
κλητική | θετικοί | θετικές | θετικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- θετικός < αρχαία ελληνική θετικός < θετός < τίθημι
Επίθετο[επεξεργασία]
θετικός
- (για αριθμούς) μεγαλύτερος από το μηδέν (έχει πρόσημο το +)
- (για επιστήμες) που βασίζεται στην παρατήρηση και το πείραμα και/ή θεμελιώνεται μαθηματικά
- καταφατικός, που αποδέχεται μια πρόταση
- λογικός, που ξέρει τι λέει και τι κάνει και για ποιο λόγο
- είναι θετικός άνθρωπος
- (για αποτελέσματα ιατρικών εξετάσεων) που επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας ασθένειας
- (γραμματική) βαθμός παραθετικών των επιθέτων και επιρρημάτων
- → δείτε και τους όρους συγκριτικός, υπερθετικός
- βέβαιος
- ※ Αδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία!
Εκεί που το είχε θετικό με τον «Δαρείο»
ν’ αναδειχθεί, και τους επικριτάς του,
τους φθονερούς, τελειωτικά ν’ αποστομώσει.- Κωνσταντίνος Καβάφης, Ο Δαρείος, στίχοι 21-24
- ※ Αδημονεί ο Φερνάζης. Ατυχία!
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
θετικός
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
θετικός
- αυτός που είναι κατάλληλος στο να τοποθετηθεί