Μετάβαση στο περιεχόμενο

practical

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός practical
συγκριτικός more practical
υπερθετικός most practical

Επίθετο

[επεξεργασία]

practical (en)

  1. πρακτικός, κάτι συνδέεται με πραγματικές καταστάσεις παρά με ιδέες ή θεωρίες
      practical medicine - πρακτική ιατρική
      The practical difficulties of your plan…
    Οι πρακτικές δυσκολίες του σχεδίου σου…
     αντώνυμα: theoretical
  2. πρακτικός, για μια ιδέα, μια μέθοδο ή μια πορεία δράσης που είναι σωστή ή λογική· πιθανόν να είναι επιτυχής
      practical ideas - πρακτικές ιδέες
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη realistic
  3. πρακτικός, για πράγματα που είναι χρήσιμα ή κατάλληλα
      The skirt and blouse are a practical combination.
    Η φούστα και η μπλούζα είναι ένας πρακτικός συνδυασμός.
  4. πρακτικός, θετικός, για έναν άνθρωπο που είναι λογικό και ρεαλιστικό
      Let’s be practical.
    Ας είμαστε πρακτικοί.
      She is a practical woman.
    Είναι πρακτική γυναίκα.
      a man with a practical mind - ένας άνθρωπος με θετικό μυαλό
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη realistic

Παράγωγα

[επεξεργασία]