most

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίρρημα[επεξεργασία]

most (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. πιο, περισσότερο, υπερθετικός βαθμός του much
    I love him most/the most.
    Τον αγαπώ περισσότερο απ' όλους.
  2. (με άρθρο) το περισσότερο, δηλώνει το μεγαλύτερο ποσό, υπερθετικός βαθμός του many
    Who made the most mistakes?
    Ποιος έκανε τα περισσότερα λάθη;
  3. (χωρίς άρθρο) το περισσότερο, δηλώνει πλειοψηφία, υπερθετικός βαθμός του many
  • Most people are kind.
    Οι περισσότεροι άνθρωποι είναι ευγενικοί.

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690. ISBN 9780194325684. , λήμμα: περισσότερος



Βοσνιακά (bs)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (bs) αρσενικό



Καταλανικά (ca)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (ca) αρσενικό



Κροατικά (hr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (hr) αρσενικό



Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (nl)



Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /mɔst/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (pl) αρσενικό

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]



Σερβικά (sr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (sr)

  • λατινική γραφή του мост



Σλοβακικά (sk)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (sk) αρσενικό



Σλοβενικά (sl)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (sl) αρσενικό



Τσεχικά (cs)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

most < πρωτοσλαβική mostъ

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

most (cs) αρσενικό