σχεδόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
σχεδόν
- εξαιρουμένων μικρών λεπτομερειών
- εκτός από ελάχιστα
- πάρα πολύ πιθανόν
- περίπου