quasi
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
quasi | quasis |
quasi (fr) αρσενικό
- μοσχαρίσιο κρέας (μπούτι)
Επίρρημα
[επεξεργασία]quasi (fr)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Επίρρημα
[επεξεργασία]quasi (it)