κρέας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κρέας τα κρέατα
      γενική του κρέατος των κρεάτων
    αιτιατική το κρέας τα κρέατα
     κλητική κρέας κρέατα
Κατηγορία όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρέας < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κρέας < πρωτοελληνική *kréwas < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kréwh₂s

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkɾe.as/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρέ‐ας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρέας ουδέτερο

  1. η σάρκα ζώων ή ανθρώπων
  2. (μεταφορικά) άνθρωπος χωρίς ενσυναίσθηση ή συναίσθημα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Παροιμίες[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         ενικός     πληθυντικός     πληθυντικός  
κρεασ- (κρεασ-ος > κρεα-ος > κρέως - μεταγενέστερο: κρεατ-)
ελληνιστικοί τύποι ελληνιστικοί τύποι
ονομαστική τὸ κρέᾰς τὰ κρέ κρέᾰτ
      γενική τοῦ κρέως κρέᾰτος τῶν κρεῶν κρεάτων
      δοτική τῷ κρέ κρέᾰτ τοῖς κρέᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ κρέᾰς τὰ κρέ κρέᾰτ
     κλητική ! κρέᾰς κρέ κρέᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρέ
γεν-δοτ τοῖν  κρεοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'κρέας' όπως «κρέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κρέας < πρωτοελληνική *kréwas, *κρέϜ-ας < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kréwh₂s

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κρέας ουδέτερο

  1. σάρκα, κομμάτι σάρκας
  2. κρέας όπως στα νέα ελληνικά
  3. μαγειρεμένο κρέας, φαγητό
  4. πτώμα
  5. σώμα
  6. (συνεκδοχικά) άνθρωπος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Παράγωγα[επεξεργασία]

 ετυμολογικό πεδίο 
κρεο- 

παράγωγα & σύνθετα

και

Πηγές[επεξεργασία]