κρέατος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κρέατος
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]κρέατος ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) αιτιατική ενικού του κρέας
- άλλες μορφές: κρέως (αρχαιότερος τύπος)