πάγκρεας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάγκρεας < αρχαία ελληνική πάγκρεας
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈpaŋ.ɡɾe.as/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πάγκρεας ουδέτερο
- ενδοκρινής αδένας που παράγει ένζυμα που υποβοηθούν τη διαδικασία της πέψης και τις ορμόνες ινσουλίνη και γλυκαγόνη, οι οποίες ρυθμίζουν τα επίπεδα της γλυκόζης.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
πάγκρεας στη Βικιπαίδεια