γλυκόζη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γλυκόζη οι γλυκόζες
      γενική της γλυκόζης των γλυκοζών
    αιτιατική τη γλυκόζη τις γλυκόζες
     κλητική γλυκόζη γλυκόζες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
γλυκόζη < (αντιδάνειο) αγγλική glycose < ελληνική γλυκύς < αρχαία ελληνική γλεῦκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

γλυκόζη θηλυκό χωρίς πληθυντικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]