αντιδάνειο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | αντιδάνειο | αντιδάνεια |
γενική | αντιδανείου & αντιδάνειου |
αντιδανείων & αντιδάνειων |
αιτιατική | αντιδάνειο | αντιδάνεια |
κλητική | αντιδάνειο | αντιδάνεια |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιδάνειο < αντι- + δάνειο ((μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Rückwanderer)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντιδάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) λέξη ή λεξιλογικό στοιχείο, που επιστρέφει σε μία γλώσσα ως (γλωσσικό) δάνειο άλλης γλώσσας, με αλλαγμένη μορφή ή και σημασία
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις: αντιδανείζω, αντί και δάνειο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- γλωσσικό δάνειο: για τους λοιπούς γλωσσολογικούς όρους που σχετίζονται με τα γλωσσικά δάνεια
- λήμματα-αντιδάνεια στο Βικιλεξικό
- λήμματα-αντιδάνεια στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος "Τριανταφυλλίδη". Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα.
-
αντιδάνειο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιδάνειο