στοιχείο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: στοιχειό

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στοιχείο τα στοιχεία
      γενική του στοιχείου των στοιχείων
    αιτιατική το στοιχείο τα στοιχεία
     κλητική στοιχείο στοιχεία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στοιχείο < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στοιχεῖον [1]
για σύγχρονους όρους < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική élément ή principe

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /stiˈçi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στοι‐χεί‐ο → δείτε και τη λέξη στοιχειό
Θεωρία συνόλων. Οι οντότητες που αναπαριστάνονται με τα σύμβολα: t, a, r, u, g, είναι στοιχεία του συνόλου B

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στοιχείο ουδέτερο

  1. το μέρος μιας σειράς, ενός συνόλου
    η ειλικρίνεια είναι στοιχείο του χαρακτήρα του
    τα τέσσερα στοιχεία : ο αέρας, το νερό, η φωτιά και η γη που, κατά τους αρχαίους φιλοσόφους, αποτελούν τα δομικά στοιχεία της φύσης
  2. (χημεία) το φυσικό σώμα που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε άλλα φυσικά σώματα με τις συνηθισμένες χημικές μεθόδους που δεν παρεμβαίνουν στον πυρήνα του ατόμου.
    ο περιοδικός πίνακας των στοιχείων
  3. χαρακτηριστικό ή ιδιότητα
    σ'αυτή τη σκηνή είναι έντονο το τραγικό στοιχείο
  4. χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που βοηθούν στην αναγνώριση προσώπου ή αντικειμένου
    ο αστυνομικός μετά το ατύχημα ζήτησε από τους οδηγούς τα στοιχεία των ίδιων και των αυτοκινήτων τους
  5. το γεγονός ή εύρημα που οδηγεί στην υποστήριξη μιας άποψης ή στην εξιχνίαση μιας υπόθεσης
    ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε ελλείψει στοιχείων
  6. υποσύνολο ενός πληθυσμού
    η παρουσία του ελληνικού στοιχείου στις ΗΠΑ είναι έντονη
  7. (τυπογραφία) το μεταλλικό αντικείμενο σε σχήμα γράμματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένη μορφή, μέγεθος κ.λπ.· ο τυπογραφικός χαρακτήρας
    το περιοδικό θα τυπωθεί με στοιχεία 10 στιγμών
  8. (θεωρία συνόλων) οντότητα, αντικείμενο που ανήκει (είναι μέλος) σε ένα συνόλου[2]
     συνώνυμα: μέλος
  9. (πληροφορική, HTML) αντικείμενο ή εντολή σε γλώσσα σήμανσης, που συνήθως ορίζονται με ετικέτες, όπως το στοιχείο: <h1>Μια επικεφαλίδα ... </h1> της HTML, που ορίζεται με τις ετικέτες <h1> και </h1>.
  10. (πληροφορική, XML) αντικείμενο που περιγράφει δεδομένα

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • είμαι στο στοιχείο μου: ασχολούμαι με κάτι που το γνωρίζω καλά ή μου αρέσει πολύ
  • το υγρό στοιχείο: το νερό
  • τα στοιχεία της φύσης: οι φυσικές δυνάμεις όπως άνεμοι, σεισμοί κ.λπ.

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]