στοιχείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | στοιχείο | στοιχεία |
γενική | στοιχείου | στοιχείων |
αιτιατική | στοιχείο | στοιχεία |
κλητική | στοιχείο | στοιχεία |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στοιχείο < αρχαία ελληνική στοιχεῖον
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στοιχείο ουδέτερο
- το μέρος μιας σειράς, ενός συνόλου
- η ειλικρίνεια είναι στοιχείο του χαρακτήρα του
- (χημεία) το φυσικό σώμα που δεν μπορεί να διαιρεθεί σε άλλα φυσικά σώματα με τις συνηθισμένες χημικές μεθόδους που δεν παρεμβαίνουν στον πυρήνα του ατόμου.
- ο περιοδικός πίνακας των στοιχείων
- χαρακτηριστικό ή ιδιότητα
- σ'αυτή τη σκηνή είναι έντονο το τραγικό στοιχείο
- χαρακτηριστικά ή ιδιότητες που βοηθούν στην αναγνώριση προσώπου ή αντικειμένου
- ο αστυνομικός μετά το ατύχημα ζήτησε από τους οδηγούς τα στοιχεία των ίδιων και των αυτοκινήτων τους
- το γεγονός ή εύρημα που οδηγεί στην υποστήριξη μιας άποψης ή στην εξιχνίαση μιας υπόθεσης
- ο φάκελος της υπόθεσης έκλεισε ελλείψει στοιχείων
- υποσύνολο ενός πληθυσμού
- η παρουσία του ελληνικού στοιχείου στις ΗΠΑ είναι έντονη
- (τυπογραφία) το μεταλλικό αντικείμενο σε σχήμα γράμματος που χαρακτηρίζεται από ορισμένη μορφή, μέγεθος κ.λπ.· ο τυπογραφικός χαρακτήρας
- το περιοδικό θα τυπωθεί με στοιχεία 10 στιγμών
- (πληροφορική) αντικείμενα ή εντολές σε γλώσσα σήμανσης, που συνήθως ορίζονται με εττικέτες, όπως το στοιχείο:
<h1>Μια επικεφαλίδα ... </h1>
της HTML, που ορίζεται με τις ετικέτες <h1> και </h1>.
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- είμαι στο στοιχείο μου: ασχολούμαι με κάτι που το γνωρίζω καλά ή μου αρέσει πολύ
- το υγρό στοιχείο: το νερό
- τα στοιχεία της φύσης: οι φυσικές δυνάμεις όπως άνεμοι, σεισμοί κ.λπ.
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τμήμα, μέρος
χημικός όρος