πληθυσμός
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | πληθυσμός | πληθυσμοί |
γενική | πληθυσμού | πληθυσμών |
αιτιατική | πληθυσμό | πληθυσμούς |
κλητική | πληθυσμέ | πληθυσμοί |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πληθυσμός < μεσαιωνική ελληνική πληθυσμός < πληθύνω
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pli.θi.ˈzmɔs/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πληθυσμός αρσενικό
- (γεωγραφία) το σύνολο των κατοίκων κάποιου τόπου
- ο πληθυσμός της Ζυρίχης παρέμεινε σταθερός τα τελευταία χρόνια
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γεωγραφικός όρος
|
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
πληθυσμός < πληθύνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πληθυσμός αρσενικό