ludność

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική ludność ludności
γενική ludności ludności
δοτική ludności ludnościom
αιτιατική ludność ludności
οργανική ludnością ludnościami
τοπική ludności ludnościach
κλητική ludności ludności

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ludność (pl) θηλυκό