τοπική
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τοπική | οι | τοπικές |
γενική | της | τοπικής | των | τοπικών |
αιτιατική | την | τοπική | τις | τοπικές |
κλητική | τοπική | τοπικές | ||
όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τοπική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου τοπικός
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τοπική θηλυκό
- (γλωσσολογία) η πτώση που δηλώνει κατεύθυνση προς τόπο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
τοπική