κατεύθυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κατεύθυνση θηλυκό
- η πορεία που θα ακολουθήσει κάποιος για να περάσει από μία θέση σε άλλο ορισμένο σημείο, πχ. μπροστά, πίσω, δεξιά, αριστερά, ανατολικά, δυτικά
- οι τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα
- (μεταφορικά) πορεία προς κάποιο στόχο ή κατάσταση
- προς λάθος κατεύθυνση οδηγούν τα νέα μέτρα
- (φυσική, άλγεβρα) μαζί η διεύθυνση και η φορά ενός διανύσματος