kierunek
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
kierunek (pl) αρσενικό
- η διεύθυνση, η κατεύθυνση
kierunek (pl) αρσενικό