διεύθυνση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διεύθυνση | οι | διευθύνσεις |
γενική | της | διεύθυνσης* | των | διευθύνσεων |
αιτιατική | τη | διεύθυνση | τις | διευθύνσεις |
κλητική | διεύθυνση | διευθύνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διευθύνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διεύθυνση < ελληνιστική διευθύνω < δια + εὐθύνω < εὐθὺς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διεύθυνση
- η οργάνωση και επίβλεψη ενός έργου ή συνόλου ανθρώπων από έναν ή περισσότερους επικεφαλής
- όταν συνταξιοδοτηθώ, τα παιδιά μου θα αναλάβουν τη διεύθυνση της επιχείρησης
- ο χώρος, το γραφείο όσων ασκούν τη διοίκηση ή και οι ίδιοι οι επικεφαλής
- η διεύθυνση της επιχείρησης σας ευχαριστεί θερμά για τη συνεργασία
- (φυσική) η ευθεία γραμμή κατά μήκος της οποίας μπορεί να κινηθεί ένα σώμα προς κάθε κατεύθυνση
- τα διανύσματα είναι ευθύγραμμα τμήματα, τα οποία έχουν διεύθυνση και φορά
- (καταχρηστικά) κατεύθυνση
- ισχυροί άνεμοι θα πνέουν αύριο προς όλες τις διευθύνσεις
- η περιοχή, η οδός και ο αριθμός που ορίζουν την τοποθεσία ενός κτηρίου
- (πληροφορική) θέση μνήμης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική address)
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]- (δίκτυο υπολογιστών) διεύθυνση IP, διεύθυνση MAC, διεύθυνση υλικού, φυσική διεύθυνση
- (διαδίκτυο) διεύθυνση ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στοιχεία που προσδιορίζουν τον τόπο
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυσική (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)