οδός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | οδός | οι | οδοί |
γενική | της | οδού | των | οδών |
αιτιατική | την | οδό | τις | οδούς |
κλητική | οδέ | οδοί | ||
Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- οδός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁδός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *sodos < *sed- (κάθομαι / sedeo)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐δός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
οδός θηλυκό
- μέρος εδάφους που έχει διαμορφωθεί έτσι ώστε να επιτρέπει την μετακίνηση ανθρώπων και οχημάτων
- (μεταφορικά) τρόπος ενέργειας
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βασιλική οδός: ο δρόμος που προορίζεται για ένα βασιλιά
- δεν υπάρχει βασιλική οδός προς τη γεωμετρία : η απάντηση που λέγεται πως έδωσε ο Ευκλείδης στον Πτολεμαίο Α΄, όταν εκείνος τον ρώτησε ποιος είναι ο εύκολος τρόπος για να μάθει τη γεωμετρία
- δια της πλαγίας οδού, δια της τεθλασμένης οδού: χρησιμοποιώντας πλάγια μέσα
- εν μέση οδώ: μες στη μέση του δρόμου
- (είμαι) καθ' οδόν: ακόμα προχωρώ, πορεύομαι, δεν έχω φτάσει στον προορισμό μου
[επεξεργασία]
- όδευμα, όδευση, οδεύω
- οδικός, οδικώς
- οδήγημα, οδήγηση, οδηγητής, οδηγητικός, οδηγία, οδηγισμός
- οδηγός, οδηγώ, οδηγούμαι
Σύνθετα[επεξεργασία]
Με τη λέξη ως α' συνθετικό όπως ενδεικτικά |
Ως β' συνθετικό |
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
οδός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'οδός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)