drum

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
drum < (αναδρομικός σχηματισμός) drumslade < μέση ολλανδική trommelslach < trommel + slach (χτυπώ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
drum drums
  1. (μουσικό όργανο) το τύμπανο
    (πληθυντικός drums) τα ντραμς, drum kit

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drum (bs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

drum (ro) ουδέτερο