drum
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- drum < (αναδρομικός σχηματισμός) drumslade < μέση ολλανδική trommelslach < trommel + slach (χτυπώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
drum | drums |
- (μουσικό όργανο) το τύμπανο
- (πληθυντικός drums) τα ντραμς, drum kit
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Βοσνιακά (bs)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drum (bs)
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]drum (ro) ουδέτερο