δρόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δρόμος | οι | δρόμοι |
γενική | του | δρόμου | των | δρόμων |
αιτιατική | τον | δρόμο | τους | δρόμους |
κλητική | δρόμε | δρόμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |



Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρόμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δρόμος[1] < πρωτοϊνδοευρωπαϊκής προέλευσης
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈðɾo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δρό‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρόμος αρσενικό
- λωρίδα εδάφους που εξυπηρετεί τη συγκοινωνία δυο γεωγραφικών σημείων
- η οδός όπου βρίσκεται κάποιο κτίριο
- η απόσταση μεταξύ δύο σημείων
- η διαδρομή μεταξύ δύο σημείων
- (αθλητισμός) ο αγώνας τρεξίματος
- τρόπος ζωής
- ↪ ο δρόμος της κακίας
- η πορεία στη ζωή, σε συνδυασμό με τις εμπειρίες που αποκτά κάποιος
- όλα όσα πρέπει να κάνει κάποιος για να επιτύχει κάτι
- η διέξοδος
- (μεταφορικά) η επιλογή, η λύση
- ο προσανατολισμός
- (συνεκδοχικά) το δρομολόγιο
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- βρίσκομαι στο δρόμο:
- είμαι χωρίς σπίτι
- έρχομαι
Υπώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
και
- δρομο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα δρομο- στο Βικιλεξικό
- -δρομος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -δρομος στο Βικιλεξικό
- -δρόμος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -δρόμος στο Βικιλεξικό
παραδείγματα
- αεροδιάδρομος
- αμαξόδρομος
- αμφίδρομος
- ανάδρομος
- αυτοκινητόδρομος
- διάδρομος
- δρομολόγιο
- δρομολογώ
- δρομόμετρο
- δρομομέτρηση
- δρομομετρώ
- ιππόδρομος
- καρόδρομος
- κατσικόδρομος
- μονόδρομος
- μουλαρόδρομος
- παλιόδρομος
- πεζόδρομος
- ποδαρόδρομος
- πρόδρομος
- πτωχοπρόδρομος
- σιδηρόδρομος
- τροχιόδρομος
- φτωχοπρόδρομος
- χωματόδρομος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δρόμος
|
[επεξεργασία]
- ↑ δρόμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρόμος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δρόμος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρόμος αρσενικό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
[επεξεργασία]
ετυμολογικό πεδίο
δρομ-
δρομ-
θέμα δρομ-
- ἀναδρομῶ & συγγενικά
- δρομαίως (επίρρημα)
- δρομή
- δρόμιον
- δρόμιος
- δρομονάριν / δρομωνάριν
- δρόμων
- εὐθυδρομῶ & συγγενικά
- ἱπποδρόμιον
- κυκλοδρόμημα
- κυκλοδρόμιον
- κυριακοδρόμιον
- ξεδρομή
- ὁλόδρομα
- ὁλοδρομαίως
- ὀπισθοδρόμως
- παλινδρομῶ
- παραδρομή
και
- δρομο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα δρομο- στο Βικιλεξικό
- -δρομος Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -δρομος στο Βικιλεξικό
- -δρόμος Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -δρόμος στο Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- δρόμος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- δρόμος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δρόμος | οἱ | δρόμοι |
γενική | τοῦ | δρόμου | τῶν | δρόμων |
δοτική | τῷ | δρόμῳ | τοῖς | δρόμοις |
αιτιατική | τὸν | δρόμον | τοὺς | δρόμους |
κλητική ὦ! | δρόμε | δρόμοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δρόμω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δρόμοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δρόμος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *drοm- μεταπτωτική βαθμίδα του δρ- για την ινδοευρωπαϊκή ρίζα {*der- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δρόμος αρσενικό
- δρόμος, οδός
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5.10.6. @greek-language.gr
- ... κατὰ τὰς ἐπὶ τὸ σταύρωμα πύλας καὶ τὰς πρώτας τοῦ μακροῦ τείχους τότε ὄντος ἐξελθὼν ἔθει δρόμῳ τὴν ὁδὸν ταύτην εὐθεῖαν...
- ※ 5ος αιώνας πκε ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 5.10.6. @greek-language.gr
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- δρομο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα δρομο- στο Βικιλεξικό
- -δρομος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -δρομος στο Βικιλεξικό
- -δρόμος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -δρόμος στο Βικιλεξικό
Πηγές[επεξεργασία]
- δρόμος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δρόμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αθλητισμός (νέα ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Ουσιαστικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Κεντρικά λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)