προσανατολισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- προσανατολισμός < προσανατολίζω + -μός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική orientation)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]προσανατολισμός αρσενικό
- (παρωχημένο) η στροφή προς την ανατολή
- γνώση ή εντοπισμός των σημείων του ορίζοντα στο χώρο που βρισκόμαστε
- γνώση ή αναγνώριση του τι υπάρχει σε κάθε μία από τις κατευθύνσεις (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) που μπορούμε να επιλέξουμε
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τις λέξεις προσανατολίζω και ανατολή
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] προσανατολισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)