voie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
voie | voies |
voie (fr) θηλυκό
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
voie (fr)
- α΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του voir
- γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του voir