Μετάβαση στο περιεχόμενο

voir

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
voir < (κληρονομημένο) παλαιά γαλλική veoir < (κληρονομημένο) λατινική video (videre)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /vwaʁ/
 
ομόηχο: voire

voir (fr) voir - κλίση στο γαλλικό Βικιλεξικό fr.wiktionary.org



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
voir < (κληρονομημένο) λατινική verus

voir