video
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
video (it)
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- video < πρωτοϊταλική *widēō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *weyd- (βλέπω). Συγγενές με το (αρχαία ελληνική ) οἶδα.
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
video (la)
- βλέπω, κοιτάζω
- αντιλαμβάνομαι, κατανοώ
- (παθητική φωνή) φαίνεται, θεωρείται
- (παθητική φωνή, απρόσωπο) μου φαίνεται
Κλίση[επεξεργασία]
B' συζυγία (video, vidi, visum, videre)
|
[επεξεργασία]
- visibilitas
- visibiliter
- visitatio
- visitator
- visito
- visualis
- visualitas
- visibilis
- visio
- viso
- visor
- visorium
- visum
- visus