voit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: voix, voie, voies, voient, vois

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

voit (fr)

  • voir, στον ενεστώτα της οριστικής