droga
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | droga | drogi |
γενική | drogi | dróg |
δοτική | drodze | drogom |
αιτιατική | drogę | drogi |
οργανική | drogą | drogami |
τοπική | drodze | drogach |
κλητική | drogo | drogi |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]droga (pl) θηλυκό
- ο δρόμος
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]droga (pl)
- θηλυκό του drogi στην ονομαστική του ενικού