droga
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | droga | drogi |
γενική | drogi | dróg |
δοτική | drodze | drogom |
αιτιατική | drogę | drogi |
οργανική | drogą | drogami |
τοπική | drodze | drogach |
κλητική | drogo | drogi |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
droga (pl) θηλυκό
- ο δρόμος
[επεξεργασία]
- drogowskaz
- drogowiec
- drogownictwo
- drogowy
- drogówka
- dróżka
- dróżniczka
- dróżnik
- drożny
- podróż
- podróżować
- podróżowanie
- przydrożny
- zdrożony
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
droga (pl)
- θηλυκό του drogi στην ονομαστική του ενικού