τώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: τῷ

τώ

  1. ονομαστική και αιτιατική δυϊκού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του 
  2. (σπάνιο) επικός τύπος του τά, ονομαστική και αιτιατική δυϊκού, αρσενικού, θηλυκού ή ουδέτερου γένους του 
η κλίση του άρθρου
Όταν ακολουθεί όνομα, η οξεία γίνεται βαρεία. • Σημειώνεται η προσωδία του α εκεί που είναι μακρό.
ενικός πληθυντικός δυϊκός
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο όλα τα γένη θηλυκό (σπάνια)
ονομαστική τό οἱ αἱ τά τώ (ᾱ) τά
γενική τοῦ τῆς τοῦ τῶν τοῖν ταῖν
δοτική τῷ τῇ τῷ τοῖς ταῖς τοῖς τοῖν ταῖν
αιτιατική τόν τήν τό τούς τάς (ᾱ) τά τώ (ᾱ) τά
Παράρτημα:Γραμματική: το άρθρο
δωρική κλίση
οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό & ουδέτερο θηλυκό
ονομαστική τό τοί ταί τά τώ (ᾱ) τά
γενική τῶ τᾶς τῶ τῶν τᾶν τῶν τοῖν ταῖν
δοτική τῷ τᾷ τῷ τοῖς ταῖς τοῖς τοῖν ταῖν
αιτιατική τόν τάν τό τώς τάς τά τώ (ᾱ) τά
Κατηγορία:Δωρική διάλεκτος
επική κλίση
οι διαφορετικοί τύποι, με έντονα γράμματα
αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό θηλυκό ουδέτερο αρσενικό & ουδέτερο θηλυκό
ονομαστική τό οἱ / τοί αἱ / ταί τά τώ τώ / (ᾱ) τά
γενική τοῦ / τοῖο τῆς τοῦ / τοῖο τῶν τῶν / τάων τῶν τοῖιν τοῖιν
δοτική τῷ τῇ τῷ τοῖς / τοῖσι(ν) τῇς / τῇσι(ν) τοῖς / τοῖσι(ν) τοῖιν τοῖιν
αιτιατική τόν τήν τό τούς τάς τά τώ τώ / (ᾱ) τά
Κατηγορία:Επικοί τύποι