σταυροδρόμι
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σταυροδρόμι | τα | σταυροδρόμια |
| γενική | του | σταυροδρομιού | των | σταυροδρομιών |
| αιτιατική | το | σταυροδρόμι | τα | σταυροδρόμια |
| κλητική | σταυροδρόμι | σταυροδρόμια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταυροδρόμι ουδέτερο
- το σημείο στο οποίο διασταυρώνονται δύο δρόμοι
- το σημείο στο οποίο συναντιούνται δύο ρεύματα, τάσεις, πολιτισμοί κλπ
- (μεταφορικά) το κρίσιμο σημείο μιας πορείας, εκεί που κάποιος πρέπει να αποφασίσει ποια πορεία θα ακολουθήσει
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταυροδρόμι