δρόμο
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δρόμο < πάρε δρόμο
Επιφώνημα
[επεξεργασία]δρόμο
- φύγε!, έξω!, χάσου!, εξαφανίσου!, γίνε καπνός!
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]δρόμο αρσενικό