έξω
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- έξω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἔξω[1] < πρόθεση ἐξ + -ω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈe.kso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : έ‐ξω
Επίρρημα
[επεξεργασία]έξω
- στο εξωτερικό μέρος, εκτός ενός κλειστού χώρου, συνήθως ενός κτηρίου
- ⮡ βγήκε για λίγο έξω για μια δουλειά
- η έξοδος με σκοπό τη διασκέδαση ή το φαγητό
- ⮡ θα βγούμε έξω το βράδυ με φίλους
- στο εξωτερικό
- ⮡ πήγε έξω για μεταπτυχιακές σπουδές
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- όξω (λαϊκότροπο)
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- απ' έξω
- απ' έξω απ' έξω:
- πολύ έμμεσα/διακριτικά (θίγω/λέω κάτι σε κάποιον)
- εγώ του τα είπα χθες απ' έξω απ'έξω όταν τον πέτυχα
- πολύ επιφανειακά (διαβάζω, εξετάζω, συζητάω, μελετάω κάτι)
- πιάσαμε λίγο και την τελευταία παράγραφο απ' έξω απ'έξω, μόνο για δύο-τρία λεπτά
- πολύ έμμεσα/διακριτικά (θίγω/λέω κάτι σε κάποιον)
- βγαίνω έξω απ' τα ρούχα μου: αγανακτώ, εξανίσταμαι, εξοργίζομαι, είμαι εκτός εαυτού
- έξω έξω: στο πιο ακραίο σημείο
- έξω απ' τα δόντια: χωρίς περιστροφές
- έξω καρδιά: πρόσχαρος, αυτός που δεν κρύβει τα συναισθήματά του, γλεντζές
- έξω φρενών: εξοργισμένος, έξαλλος
- μέσα έξω:
- (η διαδικασία/κατάσταση) του να μπαινοβγαίνει κανείς
- δεν μπορώ αυτό το διαρκές μέσα έξω
- εσωτερικά και εξωτερικά
- θέλει ανακαίνιση μέσα έξω
- (η διαδικασία/κατάσταση) του να μπαινοβγαίνει κανείς
- μια κι έξω: με μία προσπάθεια, χωρίς διακοπή
- ο εξ' από δω
- πέφτω έξω
- το ρίχνω έξω: διασκεδάζω, ζω εντελώς ανέμελα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- εξω- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα εξω- στο Βικιλεξικό
- ξω- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξω- στο Βικιλεξικό
όπως ενδεικτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]έξω ουδέτερο άκλιτο
- ο εξωτερικός χώρος γενικά (δηλαδή έξω από το σπίτι)
- ⮡ εμάς το καλοκαίρι μας αρέσει πολύ το έξω, τρώμε συνέχεια στον κήπο
- η διασκέδαση (εκτός σπιτιού)
- η εξωτερική πλευρά ενός αντικειμένου
- ⮡ το έξω της βαλίτσας
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] έξοδος για διασκέδαση
η εξαίρεση
Πρόθεση
[επεξεργασία]έξω
- εκτός (από ένα σύνολο, ομάδα, οντότητα, αντικείμενο, οργάνωση κλπ.)
- ⮡ τη διάταξη αυτή την άφησε απ' έξω από το νομοσχέδιο
- (για τον προσδιορισμό ή την απαρίθμηση ενός υποσυνόλου περιπτώσεων εξαίρεσης): εκτός
- ⮡ κανένας άλλος δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση έξω από εμένα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] στο εξωτερικό
|
Επίθετο
[επεξεργασία]έξω άκλιτο (συνήθως με άρθρο)
- που μένει στο εξωτερικό
- ⮡ οι έξω συγγενείς μου
- που αναφέρεται ή σχετίζεται με την κοινωνική ζωή
- ⮡ δεν θέλει καμία επαφή με τον έξω κόσμο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ έξω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιρρήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προθέσεις (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)