έξω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έξω < πρόθεση εξ + -ω
Προφορά[επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
έξω
- στο εξωτερικό μέρος, εκτός ενός κλειστού χώρου, συνήθως ενός κτηρίου
- βγήκε για λίγο έξω για μια δουλειά
- (μεταφορικά) η έξοδος με σκοπό τη διασκέδαση ή το φαγητό
- θα βγούμε έξω το βράδυ με φίλους
- (μεταφορικά) στο εξωτερικό
- πήγε έξω για μεταπτυχιακές σπουδές
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έξω ουδέτερο άκλιτο
- ο εξωτερικός χώρος γενικά (δηλαδή έξω από το σπίτι)
- εμάς το καλοκαίρι μας αρέσει πολύ το έξω, τρώμε συνέχεια στον κήπο
- η διασκέδαση (εκτός σπιτιού)
Πρόθεση[επεξεργασία]
έξω άκλιτο
- εκτός (από ένα σύνολο, ομάδα, οντότητα, αντικείμενο, οργάνωση κλπ.)
- τη διάταξη αυτή την άφησε απ' έξω από το νομοσχέδιο
- (για τον προσδιορισμό ή την απαρίθμηση ενός υποσυνόλου περιπτώσεων εξαίρεσης): εκτός
- κανένας άλλος δεν ξέρει τίποτα για την υπόθεση έξω από εμένα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- απ' έξω-απ'έξω:
- πολύ έμμεσα/διακριτικά (θίγω/λέω κάτι σε κάποιον)
- εγώ του τα είπα χθες απ' έξω-απ'έξω όταν τον πέτυχα
- πολύ επιφανειακά (διαβάζω/εξετάζω/συζητάω/μελετάω κάτι)
- πιάσαμε λίγο και την τελευταία παράγραφο απ' έξω-απ'έξω, μόνο για δύο-τρία λεπτά
- πολύ έμμεσα/διακριτικά (θίγω/λέω κάτι σε κάποιον)
- βγαίνω έξω απ' τα ρούχα μου: αγανακτώ, εξανίσταμαι, εξοργίζομαι, είμαι εκτός εαυτού
- έξω-έξω: στο πιο ακραίο σημείο
- έξω από τα δόντια: χωρίς περιστροφές
- έξω καρδιά: πρόσχαρος, αυτός που δεν κρύβει τα συναισθήματά του, γλεντζές
- έξω φρενών: εξοργισμένος, έξαλλος
- μέσα-έξω:
- (η διαδικασία/κατάσταση) του να μπαινοβγαίνει κανείς
- δεν μπορώ αυτό το διαρκές μέσα-έξω
- εσωτερικά και εξωτερικά
- θέλει ανακαίνιση μέσα-έξω
- (η διαδικασία/κατάσταση) του να μπαινοβγαίνει κανείς
- μία κι έξω: με μία προσπάθεια, χωρίς διακοπή
- ο έξ' από 'δώ:
- πέφτω έξω:
- το ρίχνω έξω: διασκεδάζω, ζω εντελώς ανέμελα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στο εξωτερικό μέρος
έξοδος για διασκέδαση
εξαίρεση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έξω ουδέτερο άκλιτο
- η εξωτερική πλευρά ενός αντικειμένου
- το έξω της βαλίτσας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
έξω (συνήθως με άρθρο)
- που μένει στο εξωτερικό
- οι έξω συγγενείς μου
- που αναφέρεται ή σχετίζεται με την κοινωνική ζωή
- δεν θέλει καμία επαφή με τον έξω κόσμο