εξετάζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξετάζω < αρχαία ελληνική ἐξετάζω < ἐξ + ἐτάζω (3,4 (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική examiner)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ.ksɛ.ˈta.zɔ/
Ρήμα[επεξεργασία]
εξετάζω (παθητική φωνή: εξετάζομαι)
- κοιτάζω κάτι με προσοχή, το ελέγχω προσπαθώντας να το γνωρίσω και να το κατανοήσω
- υποβάλλω σε γραπτές ή προφορικές ερωτήσεις κάποιον, προκειμένου να βεβαιωθώ ότι κατέχει το γνωστικό αντικείμενο που διδάχτηκε
- (για γιατρούς) προσπαθώ να διαγνώσω την κατάσταση της υγείας κάποιου
- (για αστυνομικούς, δικαστές κ.λπ.) ρωτάω κάποιον συστηματικά, για να διαπιστώσω τι ακριβώς έχει γίνει
- πραγματεύομαι
[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εξετάζω | εξέταζα | θα εξετάζω | να εξετάζω | εξετάζοντας | |
β' ενικ. | εξετάζεις | εξέταζες | θα εξετάζεις | να εξετάζεις | εξέταζε | |
γ' ενικ. | εξετάζει | εξέταζε | θα εξετάζει | να εξετάζει | ||
α' πληθ. | εξετάζουμε | εξετάζαμε | θα εξετάζουμε | να εξετάζουμε | ||
β' πληθ. | εξετάζετε | εξετάζατε | θα εξετάζετε | να εξετάζετε | εξετάζετε | |
γ' πληθ. | εξετάζουν(ε) | εξέταζαν εξετάζαν(ε) |
θα εξετάζουν(ε) | να εξετάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εξέτασα | θα εξετάσω | να εξετάσω | εξετάσει | ||
β' ενικ. | εξέτασες | θα εξετάσεις | να εξετάσεις | εξέτασε | ||
γ' ενικ. | εξέτασε | θα εξετάσει | να εξετάσει | |||
α' πληθ. | εξετάσαμε | θα εξετάσουμε | να εξετάσουμε | |||
β' πληθ. | εξετάσατε | θα εξετάσετε | να εξετάσετε | εξετάστε | ||
γ' πληθ. | εξέτασαν εξετάσαν(ε) |
θα εξετάσουν(ε) | να εξετάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εξετάσει | είχα εξετάσει | θα έχω εξετάσει | να έχω εξετάσει | ||
β' ενικ. | έχεις εξετάσει | είχες εξετάσει | θα έχεις εξετάσει | να έχεις εξετάσει | ||
γ' ενικ. | έχει εξετάσει | είχε εξετάσει | θα έχει εξετάσει | να έχει εξετάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εξετάσει | είχαμε εξετάσει | θα έχουμε εξετάσει | να έχουμε εξετάσει | ||
β' πληθ. | έχετε εξετάσει | είχατε εξετάσει | θα έχετε εξετάσει | να έχετε εξετάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εξετάσει | είχαν εξετάσει | θα έχουν εξετάσει | να έχουν εξετάσει |
|