ρωτώ
(Ανακατεύθυνση από ρωτάω)
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρωτώ < μεσαιωνική ελληνική ρωτώ < αρχαία ελληνική ἐρωτάω / ἐρωτῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]ρωτώ (παθητική φωνή: ρωτιέμαι, ερωτούμαι)
- ζητώ να με πληροφορήσουν για κάτι, να μου δείξουν, να μου πουν τη γνώμη τους κ.λπ.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ρωτάω - ρωτώ | ρωτούσα | θα ρωτάω - ρωτώ | να ρωτάω - ρωτώ | ρωτώντας | |
β' ενικ. | ρωτάς | ρωτούσες | θα ρωτάς | να ρωτάς | ρώτα - ρώταγε | |
γ' ενικ. | ρωτάει - ρωτά | ρωτούσε | θα ρωτάει - ρωτά | να ρωτάει - ρωτά | ||
α' πληθ. | ρωτάμε - ρωτούμε | ρωτούσαμε | θα ρωτάμε - ρωτούμε | να ρωτάμε - ρωτούμε | ||
β' πληθ. | ρωτάτε | ρωτούσατε | θα ρωτάτε | να ρωτάτε | ρωτάτε | |
γ' πληθ. | ρωτάν(ε) - ρωτούν(ε) | ρωτούσαν(ε) | θα ρωτάν(ε) - ρωτούν(ε) | να ρωτάν(ε) - ρωτούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ρώτησα | θα ρωτήσω | να ρωτήσω | ρωτήσει | ||
β' ενικ. | ρώτησες | θα ρωτήσεις | να ρωτήσεις | ρώτα - ρώτησε | ||
γ' ενικ. | ρώτησε | θα ρωτήσει | να ρωτήσει | |||
α' πληθ. | ρωτήσαμε | θα ρωτήσουμε | να ρωτήσουμε | |||
β' πληθ. | ρωτήσατε | θα ρωτήσετε | να ρωτήσετε | ρωτήστε | ||
γ' πληθ. | ρώτησαν ρωτήσαν(ε) |
θα ρωτήσουν(ε) | να ρωτήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ρωτήσει | είχα ρωτήσει | θα έχω ρωτήσει | να έχω ρωτήσει | ||
β' ενικ. | έχεις ρωτήσει | είχες ρωτήσει | θα έχεις ρωτήσει | να έχεις ρωτήσει | ||
γ' ενικ. | έχει ρωτήσει | είχε ρωτήσει | θα έχει ρωτήσει | να έχει ρωτήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ρωτήσει | είχαμε ρωτήσει | θα έχουμε ρωτήσει | να έχουμε ρωτήσει | ||
β' πληθ. | έχετε ρωτήσει | είχατε ρωτήσει | θα έχετε ρωτήσει | να έχετε ρωτήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ρωτήσει | είχαν ρωτήσει | θα έχουν ρωτήσει | να έχουν ρωτήσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ρωτώ
|